- συγκαταδιώκω
- Ακαταδιώκω με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυγκαταδιωχθείσας — ξυγκαταδιωχθείσᾱς , συγκαταδιώκω pursue with aor part pass fem acc pl ξυγκαταδιωχθείσᾱς , συγκαταδιώκω pursue with aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek